- καρπόβρωτος
- καρπό-βρωτος, ον,A with edible fruit,
ξύλον LXXDe.20.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλον LXXDe.20.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπόβρωτος — καρπόβρωτος, ον (Α) αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)] … Dictionary of Greek
καρπόβρωτον — καρπόβρωτος with edible fruit masc/fem acc sg καρπόβρωτος with edible fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek